Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κακοήθης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰκο-ήθης, -ες (ἦθοςI. 1. κακεντρεχής, μοχθηρός, σε Αριστοφ., Δημ. 2. ως ουσ., τὸ κακόηθες, κακή τάση, συνήθεια, αδυναμία για την εκτέλεση ενός πράγματος, σε Πλάτ. II. λέγεται για ασθένειες, κακοήθης· επίρρ. -θως, παρά Δημ.