Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κακία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰκία, (κακός), κακή ποιότητα χαρακτήρα, αντίθ. προς το ἀρετή(τελειότητα, υπεροχή, αρτιότητα), σε Θέογν., Σοφ.· πληθ. κακίαι, ελλείψεις, ελαττώματα, σε Λουκ. 2. δειλία, νωθρότητα, αδράνεια, σε Θουκ., Πλάτ. 3. ηθική κακότητα, κακία, μοχθηρία, σε Πλάτ., Ξεν. II. κακή φήμη, σε Θουκ. III. υφιστάμενο κακό, σε Κ.Δ.