Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καιρός"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
καῖρος (Α), , η σειρά των λεπτών σχοινιών των αντίων του αργαλειού (ή αλλιώς μιτάρι), εκεί που δένονται οι άκρες των κλωστών του κουβαριού, Λατ. licia.
καιρός (Β), , I. δέον μέτρο, αναλογία, καταλληλότητα, ορθότητα, ακρίβεια, σε Ησίοδ. κ.λπ.· καιροῦ πέρα, πέραν του μέτρου, όχι όπως πρέπει, σε Αισχύλ. κ.λπ.· μείζων τοῦ καιροῦ, Λατ. justo major, σε Ξεν. II. χρησιμοποιείται για τόπο, ζωτικό μέρος του σώματος, όπως τὸ καίριον, σε Ευρ. III. 1. χρησιμοποιείται για χρόνο, κατάλληλη χρονική στιγμή, κατάλληλος καιρός ή ενδεδειγμένη περίσταση για μια ενέργεια, ακριβής ή κρίσιμη περίοδος, Λατ. opportunitas, καιρὸς βραχὺ μέτρον ἔχει, «ο χρόνος και η εποχή δεν περιμένουν κανέναν», σε Πίνδ.· καιρὸν παριέναι, αφήνω τον χρόνο να περνά, σε Θουκ.· καιροῦ τυχεῖν, σε Ευρ.· καιρὸν λαμβάνειν, σε Θουκ.· ἔχειν καιρόν, βρίσκομαι στην κατάλληλη εποχή, στον κατάλληλο χρόνο, στον ίδ.· καιρὸς ἐστί με απαρ., είναι ώρα να κάνουμε, σε Ηρόδ., κ.λπ. 2. επιρρ. χρήσεις, εἰς ή ἐς καιρόν, έγκαιρα, τον σωστό χρόνο, επίκαιρα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, ἐπὶ καιροῦ, σε Δημ.· κατὰ καιρόν, σε Ηρόδ.· πρὸς καιρόν, σε Σοφ. κ.λπ.· χωρίς προθέσεις, καιρῷ ή καιρόν, την κατάλληλη περίοδο, σε Αττ.· όλα αυτά είναι αντίθ. προς τα ἀπὸ καιροῦ, σε Πλάτ.· παρὰ καιρόν, σε Ευρ.· πρὸ καιροῦ, πρόωρα, σε Αισχύλ. 3. πληθ., ἐν τοῖς μεγίστοις κ., στις πιο κρίσιμες περιόδους, σε Ξεν. κ.λπ. IV. κέρδος, ωφέλεια, τινος, από ένα πράγμα, σε Πίνδ.· τί καιρὸς καταλείβειν; τι σε ωφελεί; σε Ευρ.· οὗ κ. εἴη, όπου ήταν πρόσφορο ή ωφέλιμο, σε Θουκ.· μετὰ μεγίστων καιρῶν, με τις πιο μεγάλες πιθανότητες, με σπουδαιότατα αποτελέσματα, στον ίδ.
καιροσέων, θηλ., γεν. πληθ., σε Ομήρ. Οδ. η. 107, καιροσέων ὀθονέων ἀπολείβεται ἔλαιον, από τα πυκνά υφασμένα λινά υφάσματα δεν στάζει το υγρό έλαιο, δηλ. τα λινά υφάσματα είναι τόσο πυκνά υφασμένα, ώστε το έλαιο δεν διαρρέει, δεν διαφεύγει μέσα απ' αυτά (αλλά στάζει από τις άκρες του). Θεωρείται ότι ο τύπος χρησιμ. αντί καιροεσσέων, Επικ. γεν. πληθ. του επίθ. καιρόεις, από το καῖρος
Α.