Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καινός, , -όν, I. νέος, πρόσφατος, Λατ. recens, novus, καινὰ καὶ παλαιὰ ἔργα, σε Ηρόδ.· καινοὺς λόγους φέρειν, φέρνω, προσκομίζω νέα, ειδήσεις, σε Αισχύλ.· λέγεταί τικοινόν, σε Δημ.· ἐκ καινῆς (ενν. ἀρχῆς), εκ νέου, πάλι, Λατ. de novo, σε Θουκ.· ιδίως, λέγεται για νέα δράματα που παρουσιάζονται στο θέατρο για πρώτη φορά, σε Αισχίν., Δημ. II. νεοεφευρεθείς, πρωτότυπος, πρωτοφανής, σε Ευρ. κ.λπ.· κ.θεοί, παράδοξοι θεοί, σε Πλάτ.· καινά, νεωτερισμοί, σε Ξεν.· οὐδὲν καινότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων, δεν έφερε τίποτα καινούριο που να μην είχε ήδη αναφερθεί από άλλους, στον ίδ.· τὸ καινὸν τοῦ πολέμου, η απροσδόκητη τροπή που συνήθως παίρνει ο πόλεμος, η αναπάντεχη έκβαση του πολέμου, σε Θουκ. III. κ. ἄνθρωπος, novus homo, σε Πλούτ.