Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καθοράω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καθ-οράω, Ιων. κατ-· παρατ. καθεώρων, Ιων. γʹ ενικ. κατώρα· παρακ. καθεόρακα· επίσης από √ΟΤΤ, μέλ. κατόψομαι, παρακ. κατῶμμαι, αόρ. αʹ κατώφθην· για τον αόρ. βʹ, βλ. κατεῖδον· I. κοιτάζω προς τα κάτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. με αιτ., κοιτάζω προς τα κάτω, είμαι πάνω από κάτι και κοιτάζω προς τα κάτω, ὁπόσους ἠέλιος καθορᾷ, σε Θέογν. κ.λπ. 2. βλέπω κάτι ευκρινώς, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, διακρίνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. 3. βλέπω, παρατηρώ, σε Πίνδ., Αριστοφ. 4. ερευνώ, εξετάζω, τὰ ἄλλα, σε Ηρόδ.