LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καθικετεύω"
- καθ-ικετεύω, Ιων. κατ-· μέλ. -σω, 1. ικετεύω, εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμά, σε Ευρ. 2. προσφέρω θερμές ικεσίες, σε Ηρόδ.