Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καθαρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰθᾰρός, , -όν, I. 1. καθαρός από βρωμιά, ακηλίδωτος, αγνός, μη ρυπαρός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Ευρ. 2. καθαρός, ανοιχτός, ελεύθερος, ἐν καθαρῷ (ενν. τόπῳ), σε καθαρό πεδίο, σε ανοικτό τοπίο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν καθαρῷ βῆναι, αφήνω το δρόμο ανοικτό, σε Σοφ.· διὰ καθαροῦ ῥέειν, λέγεται για ποτάμι που η ροή του είναι καθαρή και ανοικτή, σε Ηρόδ.· τὸν ἐμποδὼν ἐγεγόνεε καθαρόν, το εμπόδιο, το κώλυμα εξαλείφθηκε, στον ίδ.· με γεν., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων, καθαρή από σημάδια, στον ίδ. 3. με ηθική σημασία, καθαρός από ντροπή ή μίασμα, αγνός, καθαρός, καθαρῷ θανάτῳ, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως, καθαρός από ενοχές ή μολυσματικό μίασμα, καθαρός, αμόλυντος, αγνός, σε Θέογν., Αισχύλ.· καθαρὸς χεῖρας, σε Ηρόδ.· ομοίως επίσης, λέγεται για πρόσωπα που έχουν εξαγνιστεί μετά από μίασμα, ἱκέτης προσῆλθες κ., σε Αισχύλ.· λέγεται για πράγματα, βωμοί, θύματα, δόμοι, μέλαθρα, στον ίδ., Ευρ.· με γεν., αθώος ή απαλλαγμένος από κατηγορία, κ. ἐγκλημάτων, ἀδικίας, κακῶν, κ.λπ., το sceleris purus του Ορατ., σε Πλάτ., Ξεν. 4. αντίθ. προς το θαλερός, καθαρός από προσμίξεις, διαυγής, αγνός, γνήσιος, χρησιμοποιείται για το νερό, σε Ηρόδ., Ευρ.· ομοίως επίσης, κ. φάος, φέγγος, σε Πίνδ.· κ. ἄρτος χρυσός, σε Ηρόδ.· ἀργύριον, σε Θεόκρ. 5. λέγεται για καταγωγή, αντίθ. προς το ξένος, καθαρός, γνήσιος, σε Πίνδ., Ευρ.· τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐῆλθε, δηλ. ήταν πολίτες γνήσιοι στην καταγωγή, σε Θουκ.· καθαρόν, ειλικρινή, γνήσια λόγια, στον ίδ. 6. ο χωρίς ελάττωμα, αψεγάδιαστος, τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ, το άριστο, το υγιές, το καλύτερο κομμάτι του στρατεύματος, σε Ηρόδ. 7. καθαρός, ακριβής, ἂν καθαραὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι, αν οι υπολογισμοί των ψήφων είναι ακριβείς και σωστοί, σε Δημ. II. 1. επίρρ., καθαρῶς, σε Ησίοδ.· καθαρῶς γεγονέναι, είμαι καθαρόαιμος, σε Ηρόδ. 2. αυτός που έχει καθαρά χέρια, τίμιος, σε Θέογν., Πλάτ. 3. καθαρά, με σαφήνεια, σταράτα, απλά, λέγειν, σε Αριστοφ.· γνῶναι, εἰδέναι, στον ίδ., Πλάτ.