LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καθαγνίζω"
- καθ-αγνίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. καθαρίζω, εξαγνίζω, αγιάζω, σε Λουκ. — Παθ., μήτηρ πυρὶ καθήγνισται δέμας, δηλ. κάηκε πάνω στην νεκρική πυρά, σε Ευρ. II. προσφέρω ως εξιλεωτική, εξαγνιστική θυσία, στον ίδ.