Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καθαίρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰθαίρω, μέλ. κᾰθᾰρῶ, αόρ. αʹ ἐκάθηραΜέσ., μέλ. καθαροῦμαι, αόρ. αʹ ἐκαθηράμηνΠαθ., αόρ. αʹ ἐκαθάρθην, παρακ. κεκάθαρμαι· (καθαρόςI. 1. λέγεται για εξαγνισμένο άνθρωπο ή πράγμα, εξαγνίζω ή καθαρίζω, θεραπεύω μολυσματική νόσο, καθαίρω, εξαγνίζω, καθήραντες χρόαὕδατι, σε Ομήρ. Οδ.· καθαρίζω, απαλλάσσω την χώρα από τέρατα και ληστές, σε Σοφ. 2. με θρησκευτική σημασία, απολυμαίνω, εξαγνίζω, (δέπας) ἐκάθηρε θεείῳ, το εξάγνισε καπνίζοντάς το με θειάφι, εκθέτοντάς το σε καπνούς, δηλ. αναθυμιάσεις θείου, σε Ομήρ. Ιλ.· καθ. τινὰ φόνου, τον εξαγνίζω από το φόνο, από την τέλεση ανθρωποκτονίας, σε Ηρόδ.· Δῆλον κ., στον ίδ.Μέσ., καθαίρομαι, εξαγνίζομαι, στον ίδ.· οἱ φιλοσοφίᾳ καθηράμενοι, σε Πλάτ.· ομοίως και σε Παθ., κεκαθαρμένος, στον ίδ. 3. κλαδεύω δέντρο, δηλ. το καθαρίζω από τα πλεονάζοντα, περιττά, άχρηστα κλαδιά, σε Κ.Δ. 4. μεταφ., = μαστιγόω, λαϊκιστί «τρίβω, ξυστρίζω, αποπλένω», σε Θεόκρ. II. λέγεται γι' αυτό που αφαιρείται μέσω του εξαγνισμού, αποβάλλω, αποπλένω, ξεπλένω ή απομακρύνω, αποδιώχνω, λύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥύπα, σε Ομήρ. Οδ.· φόνον, σε Αισχύλ. III. με διπλή αιτ., αἷμα κάθηρον Σαρπηδόνα, καθάρισαν τον Σαρπηδόνα από το αίμα, τον ξέπλυναν απ' αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.Παθ., φόνον καθαρθείς, σε Ηρόδ.