Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καθίστημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καθίστημι, Με μτβ. σημασία· στην Ενεργ., ενεστ., παρατ., μέλ.· στην Μέσ., αόρ. αʹ και μερικές φορές ενεστ.·
Α. I. 1.
στήνω, εγκαθιστώ, σε Ομήρ. Ιλ.· νῆα κατάστησον, σταμάτησέ το, φέρτο προς την ξηρά, σε Ομήρ. Οδ.· κ. δίφρον, τον τοποθέτησε, τον στάθμευσε, πριν από την έναρξη της αρματοδρομίας, σε Σοφ.Μέσ., (λαῖφος) κατεστήσαντο, στερέωσαν τα πανιά, σε Ομηρ. Ύμν. 2. τακτοποιώ, εγκαθιστώ σ' ένα μέρος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· επαναφέρω, ἐς φῶς σὸν κατ. βίον, σε Ευρ.Παθ., οὐκ ἂν χάρις καθίσταιτο, δεν θα αναγνωρίζονταν, σε Θουκ. 3. οδηγώ ενώπιον άρχοντα ή βασιλιά, σε Ηρόδ. II. 1. λέγεται για στρατιώτες, τοποθετώ στη σειρά, παρατάσσω, τοποθετώ αυτούς ως φρουρά, ως φύλακες, σε Ξεν. 2. α) προστάζω, διορίζω, τοποθετώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μέσ. αόρ. αʹ, διορίζω τον εαυτό μου, ορίζομαι, ιδρύω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. β) ιδίως, λέγεται για πολιτικές εισηγήσεις, ιδρύω, νομοθετώ, εισάγω, νόμους, σε Ευρ. κ.λπ.· κατ. πολιτείαν, Λατ. constituere rempublicam, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., φρούρημα γῆςκαθίσταμαι, σε Αισχύλ.· καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην, σε Θουκ. 3. οδηγώ, φέρνω κάποιον σε συγκεκριμένη κατάσταση, κατ. δῆμον ἐς μοναρχίαν, σε Ευρ.· κ. τινα ἐς ἀπόνοιαν, ἐς φόβον, ἐς ἀπορίαν, σε Θουκ.· ομοίως, κ. τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ, σε Ξεν.· επίσης, κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν, θέτω τον εαυτό μου στην κρίση των άλλων, σε Θουκ. 4. κάνω ή καθιστώ κάποιον τέτοιου είδους, κ. τινα ψευδῆ, σε Σοφ.· ἄπιστον, σε Θουκ.· σπανίως με απαρ., καθ. τινα φεύγειν, κάνω κάποιον να το βάλει στα πόδια, να τραπεί σε φυγή, στον ίδ.Μέσ., τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι, στον ίδ. 5. τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων, βγάζω τα προς το ζην μέσω ανόσιων, ανίερων πράξεων, σε Ηρόδ. 6. κάνω, εξακολουθώ, σε Αισχύλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. Β. αμτβ. σε Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. (επίσης με μέλ. καθεστήξω), και σε όλους τους χρόνους της Μέσ. (εκτός από τον αόρ. αʹ) και σε όλους της Παθ.· 1. α) τίθεμαι, τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, φθάνω, ἐς τόπον, σε Ηρόδ., Σοφ. β) παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον, στέκομαι ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε, σε Θουκ. 2. τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι ως φρουρός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· διορίζομαι, γίνομαι, σε Ευρ. κ.λπ. 3. ησυχάζω, ηρεμώ, είμαι γαλήνιος, στάσιμος, λέγεται για το νερό, σε Αριστοφ.· ομοίως επίσης, πνεῦμα καθεστηκός, στον ίδ.· ὁ θόρυβος κατέστη, έπεσε, μειώθηκε, ελαττώθηκε, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται και για πρόσωπα, καταστάς, ήρεμος, ήσυχος, σε Αισχύλ.· ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία, η μέση ηλικία, σε Θουκ. 4. σε παρακ., έρχομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση, γίνομαι, και σε αόρ. βʹ και υπερσ., είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταστάντων εὖ τῶν πρηγμάτων, καλώς εχόντων των πραγμάτων, στον ίδ.· τίνι τρόπῳ καθέστατε; με ποιο τρόπο ήρθατε; σε Σοφ.· ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (ενν. τοῦ πολέμου), από το ξεκίνημά του, από την αρχή του, σε Θουκ. 5. θεσπίζομαι, εισάγομαι ή ιδρύομαι, επικρατώ, υπάρχω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως μτχ. παρακ., αυτός που είναι, αυτός που υπάρχει, που υφίσταται, που είναι θεσπισμένος, αυτός που επικρατεί, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον, στον ίδ.· οἱ καθεστῶτες νόμοι, σε Σοφ.· τὰ καθεστῶτα, η παρούσα κατάσταση των πραγμάτων στην ζωή, στον ίδ.· ομοίως και, τὰ κατεστεῶτα, οι υπάρχοντες νόμοι, τα καθεστώτα ήθη κι έθιμα, σε Ηρόδ. 6. Παθ., αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι, Τιτήνεσσι κατέσταθεν, σε Ησίοδ.