
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καθέλκω"
- καθ-έλκω, μέλ. -έλξω, σε Αριστοφ. και -ελκύσω· αόρ. αʹ καθείλκῠσα, παρακ. -είλκῠκα· — Παθ., αόρ. αʹ -ειλκύσθην, παρακ. -είλκυσμαι· 1. λέγεται για καράβια, σύρω το πλοίο από την ξηρά και το ρίχνω στη θάλασσα, καθελκύω προς την θάλασσα, Λατ. deducere, σε Ηρόδ., Αττ. 2. τραβώ, σύρω κάτω ή χαμηλώνω, πιέζω πλάστιγγα ή ζυγαριά, σε Αριστοφ.