LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "καθέδρα"
- καθ-έδρα, ἡ, I. κάθισμα, κ. τοῦ λαγῶ, φωλιά ή σχήμα λαγού, σε Ξεν. II. τρόπος, στάση καθίσματος, ἐν τῇ καθέδρᾳ, ενώ κάθονταν χωρίς να κάνουν τίποτε, σε Θουκ.