Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καθάρειος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κᾰθάρειος και καθάριος, -ον (καθαρός), λέγεται για πρόσωπα, αυτός που αγαπά την καθαριότητα, καθαρός, τακτικός, κομψός, τακτικός, νοικοκυρεμένος, Λατ. mundus, σε Αριστ.· επίρρ. -είως ή -ίως, σε Ξεν. κ.λπ.