Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καίω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καίω, αρχ. Αττ. κάω [ᾱ], παρατ. ἔκαιον, αρχ. Αττ. ἔκᾱον, Επικ. καῖον· μέλ. καύσω και καύσομαι, αόρ. αʹ ἔκαυσα, Επικ. ἔκηα ή ἔκεια και χωρίς αύξηση κῆα, προστ. κῆον, αʹ πληθ. υποτ. κήομεν· ευκτ. κήαι, κήαιεν· απαρ. κῆαι· Αττ. μτχ. κέας, κέαντες· παρακ. κέκαυκαΜέσ., αόρ. αʹ ἐκαυσάμην, Επικ. γʹ πληθ. κήαντοΠαθ., μέλ. βʹ κᾰήσομαι, αόρ. αʹ ἐκαύθην, αόρ. βʹ ἐκάην [ᾰ], Επικ. απαρ. καήμεναι· παρακ. κέκαυμαι· I. ανάβω, βάζω φωτιά, πυρὰ πολλά, σε Ομήρ. Ιλ.· πῦρ κῆαι, σε Ομήρ. Οδ.Μέσ., πῦρ κήαντο, τους άναψαν φωτιά, σε Όμηρ. — Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. II. 1. βάζω φωτιά, ανάβω, καίω ολοσχερώς, πυρπολώ, σε Όμηρ. 2. καίω, καψαλίζω, κοκκινίζω, ξηραίνω, λέγεται για τον ήλιο, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για υπερβολικό ψύχος, το penetrabile frigus aduritτου Βιργ., σε Ξεν. 3. Παθ., λέγεται για την θέρμη του πυρετού, φλέγομαι, σε Θουκ.· μεταφ., χρησιμοποιείται για το ερωτικό πάθος, σε Πίνδ. κ.λπ. III. πυρπολώ και καταστρέφω (στον πόλεμο), τέμνειν καὶκ., κ. καὶ πορθεῖν, καταστρέφω και ερημώνω μέσω φωτιάς και ξίφους, σε Ξεν. IV. λέγεται για χειρουργούς, καυτηριάζω, τέμνειν καὶ κάειν, χρησιμοποιώ νυστέρι και καυτηριασμό, σε Πλάτ., Ξεν.