Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καίριος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καίριος, , -ον και -ος, -ον (καιρὸς Β)· I. χρησιμοποιείται για τόπο, αυτός που βρίσκεται στο κατάλληλο μέρος, στον σωστό τόπο, απ' όπου λέγεται για τα μέρη του σώματος, ἐν καιρίῳ, κατὰ καίριον, σε ζωτικό, καίριο σημείο, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται για πληγές, τραύματα, πέπληγμαι καιρίαν πληγήν, καιρίας πληγῆς τυχεῖν, σε Αισχύλ.· το πληγὴ κάποιες φορές παραλείπεται, σε Ηρόδ.· επίρρ. -ίως, θανάσιμα, σε Αισχύλ. II. 1. χρησιμοποιείται για χρόνο, στον κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος, επίκαιρος, ο εν ευθέτω χρόνω, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· τὰ καίρια, επίκαιρες περιστάσεις, ευκαιρίες, σε Θουκ. 2. αυτός που διαρκεί ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, σε Ανθ. 3. επίρρ. -ρίως, στον κατάλληλο χρόνο, εγκαίρως, σε Αισχύλ.· συγκρ. -ωτέρως, σε Ξεν.· ομοίως επίσης, πρὸς τὸ καίριον, σε Σοφ.