Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κίων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κίων[ῑ], -ονος, ή , I. 1. κολόνα, στύλος, Λατ. columna, σε Ομήρ. Οδ.· στύλος μαστιγώματος, σε Σοφ., Αισχίν.· παροιμ., ἔσθιε τοὺς Μεγακλέους κίονας, «έφαγε τους κίονες της αυλής του», εφόσον υπήρξε σπάταλος, δεν είχε τίποτα άλλο να δώσει, σε Αριστοφ. 2. στον πληθ., οι κίονες που φρουρούσε ο Άτλας, και κρατούσαν χωριστά τη γη από τον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· ενώ στον Ηρόδ. το βουνό Άτλας είναι ὁ κίων τοῦ οὐρανοῦ. II. επιτύμβια στήλη, κίονας, σε Ανθ.