Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κίσσα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κίσσᾰ, Αττ. κιττ-, μέλ. -ήσω, I. φλύαρο και αδηφάγο πτηνό, κίσσα, καρακάξα, σε Αριστοφ. II. ψεύτικη όρεξη.
κισσάω, Αττ. κιττ-, μέλ. -ήσω, έχω όρεξη για περίεργο φαγητό, λέγεται για εγκύους· μεταφ., κ. τῆς εἰρήνης, σε Αριστοφ.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, στον ίδ.