LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κήλων"
- κήλων, -ωνος, ὁ, μακριά ξύλινη βέργα για την άντληση νερού, Λατ. tolleno· ομοίως κηλώνειον, Ιων. -ήϊον, τό, σε Ηρόδ.