Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κέρμα"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
κέρμα, -ατος, τό (κείρω), 1. τεμάχιο· απ' όπου, μικρό νόμισμα, οβολός, στον πληθ., μικρά κέρματα, «ψιλά», σε Αριστοφ. 2. γενικά, μικρά εμπορεύματα, σε Ανθ.
κερματίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. κόβω σε τεμάχια, κατακόπτω, ψιλοκόβω, σε Πλάτ. II. κόβω σε μικρά νομίσματα, σε Ανθ.
κερμάτιον, τό, υποκορ. του κέρματος, σε Ανθ.
κερματιστής, -οῦ, (κερματίζω), αργυραμοιβός, σε Κ.Δ.