LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κέρμα"
- κέρμα, -ατος, τό (κείρω), 1. τεμάχιο· απ' όπου, μικρό νόμισμα, οβολός, στον πληθ., μικρά κέρματα, «ψιλά», σε Αριστοφ. 2. γενικά, μικρά εμπορεύματα, σε Ανθ.
- κερματίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. κόβω σε τεμάχια, κατακόπτω, ψιλοκόβω, σε Πλάτ. II. κόβω σε μικρά νομίσματα, σε Ανθ.
- κερμάτιον, τό, υποκορ. του κέρματος, σε Ανθ.
- κερματιστής, -οῦ, ὁ (κερματίζω), αργυραμοιβός, σε Κ.Δ.