LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κέρδος"
- κέρδος, -εος, τό, I. 1. κέρδος, ωφέλεια, πλεονέκτημα, Λατ. lucrum, σε Ομήρ. Οδ.· ποιεῖσθαί τι ἐν κέρδει, το lucro apponere του Οράτιου, σε Ηρόδ.· ομοίως, κέρδος ἡγεῖσθαί τι ή νομίζειν τι, σε Ευρ., Θουκ. 2. επιθυμία κέρδους, αγάπη για ωφέλεια, σε Πίνδ., Τραγ. II. στον πληθ., πανούργα, δόλια τεχνάσματα, απάτες, σε Όμηρ.
- κερδοσύνη, ἡ όπως το κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· δοτ., κερδοσύνῃ ως επίρρ., με πανουργία, δόλια, σε Όμηρ.