Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κέρας"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
κέρας, τό, γεν. κέρᾱτος, Επικ. κέραος, Αττ. επίσης κέρως· δοτ. κέρᾱτι, κέραϊ, κέρᾳ· δυικ. κέραε, κέρᾱ, κεράοιν, πληθ. ονομ. κέραα, κέρᾱ, γεν. κεράων, κερῶν, δοτ. κέρᾱσι (κέρᾰσι, στον Όμηρ.), Επικ. κεράεσσι· η Ιων. κλίση είναι κέρας, κέρεος, κέρεϊ, πληθ. κέρεα, κερέων· I. κέρατο ζώου, όπως των βοδιών, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀφθαλμοὶ δ' ὡσεὶ κέρα ἔστασαν, τα μάτια του στέκονταν ακίνητα και σκληρά ως κέρατα, σε Ομήρ. Οδ. II. κέρατο,σαν ύλη, αἱ μὲν γὰρ (αἱ πύλαι) κεράεσσι τετεύχαται, κεράτινες πόρτες μέσω των οποίων έρχονταν τα αληθινά όνειρα, στο ίδ. III. οτιδήποτε φτιαγμένο από κέρατο, 1. τόξο, σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ., Θεόκρ. 2. λέγεται για μουσικά όργανα, κέρατο που χρησιμεύει ως σάλπιγγα, σε Ξεν.· αυλός, σε Λουκ. 3. κέρατο που χρησιμεύει στο ποτό, σε Ξεν. IV.βοὸς κ., κεράτινο προστατευτικό ή σύριγγα, στα οποία προσαρμοζόταν το μολυβδένιο βαρύδιο (μολύβδαινα) της πετονιάς, σε Όμηρ.V. κέρατα, τα άκρα από το κέρατο, με τα οποία εφοδιαζόταν η γραφίδα (από καλάμι), σε Ανθ. VI. βραχίονας ή διακλάδωση ποταμού, σε Ησίοδ., Θουκ. VII. πτέρυγα στρατεύματος ή στόλου, σε Ηρόδ., Αττ.· κατὰ κέρας προσβάλλειν, ἐπιπίπτειν, προσβάλλει από τα πλάγια, σε Θουκ., Ξεν.· ἐπὶκέρας ἄγειν, οδηγώντας τα πλοία ή το στρατό σε όρθια γραμμή, δηλ. σε στήλη, και όχι σε ευρύ μέτωπο, Λατ. agmine longo, σε Ηρόδ., Αττ. VIII. οποιαδήποτε προεξοχή, π.χ. κορυφή βουνού, σε Ξεν.
κέρασσε, Επικ. αντί ἐκέρᾰσε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του κεράννυμι.
κεράστης, -ου, κλητ. κεράστα, , αυτός που έχει κέρατα, ἔλαφος, σε Σοφ., Ευρ.· θηλ. κεραστίς, -ίδος, λέγεται για την Ιώ, σε Αισχύλ.
κεραστός, , -όν (κεράννυμι), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.
κερασ-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει κέρατα, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.