Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κέραμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κέρᾰμος, , I. ύλη κεραμέα, πηλός κεραμέα, σε Πλάτ. II. οτιδήποτε φτιαγμένο από χώμα, όπως· 1. πήλινο αγγείο, κανάτα για κρασί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης περιληπτικά, κεραμική, σε Αριστοφ.· κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου, κανάτες γεμάτες κρασί, σε Ηρόδ. 2. κεραμίδι και με περιληπτική σημασία, κεραμίδια της στέγης, σε Αριστοφ., Θουκ. III. ειρκτή, φυλακή, που χρησιμοποιείται για να δεσμεύσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.