Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κέντρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κέντρον, τό (κεντέω), κάθε αιχμηρό σημείο· 1. α) το κέντρο των αλόγων, Λατ. stimulus, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, βούκεντρο, σε Πλάτ.· παροιμ., πρὸς κέντρα λακτίζειν, βλ. λακτίζω. β) μεταφ., παρακίνηση, παρόρμηση, έναυσμα, ερέθισμα, κίνητρο, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. όργανο βασανισμού, σε Ηρόδ.· μεταφ. στον πληθ., βασανιστήρια, σουβλιές, οξείς πόνοι, σε Σοφ. 3. κεντρί μελισσών και σφηκών, σε Αριστοφ.· λέγεται για σκορπιό, σε Δημ.· μεταφ., λέγεται για την εντύπωση που έκανε ο Σωκράτης, ὥσπερ μέλιττα τὸ κ. ἐγκαταλιπών, σε Πλάτ. 4. περιστρεφόμενο σκέλος διαβήτη, κέντρο κύκλου, στον ίδ.