Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κέλευθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κέλευθος, , ετερογ. πληθ., κέλευθα, I. δρόμος, οδός, πορεία, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὑγρὰ κέλευθα, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· ἀνέμων κέλευθα ή κέλευθοι, σε Όμηρ.· ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι, δηλ. η νύχτα και η μέρα ακολουθούν στενά η μια την άλλη, σε Ομήρ. Οδ.· ἄρκτου στροφάδες κ., οι πορείες τους ή οι τροχιές τους, σε Σοφ. II. 1. ταξίδι, διαδρομή, θαλασσινή πορεία, σε Όμηρ.· πολλὴ κ., δηλ. μεγάλη απόσταση, σε Σοφ. 2. αποστολή, εξερεύνηση, σε Αισχύλ. III. τρόπος βαδίσματος, βάδισμα, περπάτημα, βηματισμός, σε Ευρ.· μεταφ., τρόπος ζωής, σε Αισχύλ., Ευρ.