LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κέδρος"
- κέδρος, ἡ, I. ο κέδρος, το δέντρο, Λατ. cedrus, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. II. οτιδήποτε φτιαγμένο από ξύλο κέδρου· κέδρινη κάσα, σε Ευρ.· κέδρινο κιβώτιο σαν κυψέλη μελισσών, σε Θεόκρ. III. λάδι από κέδρο, σε Λουκ.