LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κέγχρος"
- κέγχρος, ὁ, κέχρι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· I. λέγεται για το μεμονωμένο σπυρί, σε Ηρόδ. II. οτιδήποτε σε μικρούς σπόρους, όπως τα αβγά του ψαριού, στον ίδ.