LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κάτοχος"
- κάτοχος, -ον (κατέχω), I. αυτός που κρατά κάτι προς τα κάτω, που κρατά σφιχτά, συνεκτικός, ανθεκτικός, σε Πλούτ. II. Παθ., αυτός που κρατιέται προς τα κάτω, είναι δεμένος σφιχτά, υποκείμενος, υποταγμένος, σε Αισχύλ., Σοφ.· κάτοχος υποτελής σ' αυτόν, σε Ευρ.