LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κάτοπτρον"
- κάτ-οπτρον, τό (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), I. καθρέφτης, Λατ. speculum, σε Ευρ. II. απλή αντανάκλαση (όχι πραγματικότητα), σε Αισχύλ.