LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κάσσυμα"
- κάσσῡμα, Αττ. κάττ-, -ατος, τό, οτιδήποτε συραμμένο, ιδίως, σόλα παπουτσιού ή σανδαλιού, σε Αριστοφ.· μεταφ., ὑποδύεσθαι ἐχθρῶν παρ' ἀνδρῶν καττύματα, φορούν υποδήματα φτιαγμένα από τους εχθρούς, στον ίδ.