Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάρχαρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κάρχᾰρος, -ον, κοφτερός, αιχμηρός, με κοφτερά δόντια, κάρχαρον μειδήσας, λέγεται για τον λύκο, σε Βάβρ.· μεταφ., οξύς, δηκτικός, λέγεται για τη γλώσσα, σε Λουκ.