Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάρφος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κάρφος, -εος, τό, ξερό κοτσάνι, καλάμι, Λατ. palea, stipula, ξύλινο πελεκούδι, σκλήθρα ξύλου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., τα ξηρά ξύλα της κανέλας, σε Ηρόδ.· ξερά κλαδιά, κλωνάρια, ξύλινα πελεκούδια, καλάμια, τρίχες από μαλλί, υλικά με τα οποία τα πουλιά κατασκευάζουν τις φωλιές τους, σε Αριστοφ.