LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κάρτα"
- κάρτᾰ (κάρτος=κράτος), επίρρ.: 1. πολύ, πάρα πολύ, υπερβολικά, εξαιρετικά, Λατ. valde, admodum.2. πέρα απ' το μέτρο, πέρα από κάθε μέτρο, κ. ἐγχώριος, γνήσιος, γηγενής, ιθαγενής, σε Αισχύλ.· κ. ὢν ἐπώνυμος, πιστός στο όνομά σου, στον ίδ.· κ. δ' εἰμι τοῦ πατρός, εντελώς με το μέρος του πατέρα μου, στον ίδ. 3. καὶ κάρτα, ενισχύει την δύναμη αυτού που λέχθηκε προγουμένως, αληθώς και πραγματικά, πέραν κάθε αμφισβήτησης, αναμφίβολα, σε Ηρόδ., Σοφ.· ομοίως επίσης, τὸ κάρτα, με ειρων. σημασία, αλήθεια, εκδικητικά, σε Ηρόδ.

