Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάρα"

Βρέθηκαν 12 λήμματα [1 - 12]
κάρᾱ, Ιων. κάρη [ᾰ], τό (για τους τύπους και τη Ρίζα, βλ. κατωτ.1. ποιητ. αντί κεφαλή, το κεφάλι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. κεφάλι ή κορυφή πράγματος, όπως ενός βουνού, σε Ησίοδ.· άκρη ή χείλος ποταμού, σε Σοφ. 3. στους Αττ. Ποιητές χρησιμ. όπως το κεφαλή, περιφρ. λέγεται για έναν άνθρωπο, Οἰδίπου κάρα, δηλ. Οἰδίπους, σε Σοφ.· ὦ κασίγνητον κ. αντί ὦ κασίγνητε, στον ίδ. κ.λπ.· ο Όμηρ. χρησιμ. το κάρη μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. και πληθ., ενώ οι πλάγιες πτώσεις συμπληρώνονται από την γʹ κλίση, γεν. και δοτ. κάρητος, κάρητι, επίσης κᾰρήατος, κᾰρήατι· πληθ. κᾰρήατα (όπως αν προερχόταν από ονομ. κάρηαρ ή κάρηας)· οι μεθομηρικοί Ποιητές έκλιναν το κάρη όπως τα ονόματα αʹ κλίσης, βλ. κάρης, κάρῃ, κάρην· σε Τραγ., δοτ. κάρᾳ.
κᾱραβο-πρόσωπος, -ον, αυτός που έχει πρόσωπο όμοιο με κάραβον, σε Λουκ.
κάρᾰβος[κᾱ-], , αρσενικό σκαθάρι, σε Αριστ.
κᾰρᾱ-δοκέω, μέλ. -ήσω, παρατηρώ έχοντας τεντωμένο το κεφάλι, δηλ. παρατηρώ με προσοχή ή αγωνία, σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.· επίσης, κ. εἴς τινα, αποβλέπω σε κάποιον, σε Αριστοφ.
καράκαλλον, τό, κουκούλα, Λατ. caracalla, σε Ανθ.
κᾰρᾱνιστήρ, -ῆρος, , αυτός που αποκεφαλίζει, καρατομεί, σε Αισχύλ.
κᾰρᾱνιστής, -οῦ, , = το προηγ., σε Ευρ.
κάρᾱνον, τό, βλ. κάρηνον.
κάρᾱνος, (κάρα), αρχηγός, άρχοντας, ηγέτης, σε Ξεν.
κᾰρᾱνόω, μέλ. -ώσω (κάρανον), κατορθώνω, φθάνω, επιτελώ, πραγματοποιώ, επιτυγχάνω, σε Αισχύλ.
καρᾱτομέω, μέλ. -ήσω, κόβω το κεφάλι, αποκεφαλίζω, σε Ευρ.
κᾰρά-τομος[ρᾱ], -ον, (τέμνω), 1. αποκεφαλισμός, σε Ευρ.· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. η σφαγή τους, στον ίδ. 2. κομμένος, αποκομμένος από το κεφάλι, κ. χλιδαί, κομμένες τούφες, μπούκλες μαλλιών, σε Σοφ.