Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάπηλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κάπηλος, , 1. μικροέμπορος, μεταπωλητής, γυρολόγος, πλανόδιος έμπορος, πωλητής του δρόμου, πραματευτής, άνθρωπος που κάνει παζάρια, Λατ. institor, σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το ἔμπορος, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για το Δαρείο και για τις αυστηρές οικονομικές του ρυθμίσεις, σε Ηρόδ.· κ. ἀσπίδων, ὅπλων, προμηθευτής σε..., σε Αριστοφ. 2. ιδιοκτήτης καπηλειού, ταβερνιάρης, οινοπώλης, πανδοχέας, Λατ. caupo, στον ίδ. κ.λπ. 3. μεταφ., κ. πονηρίας, αυτός που μεταχειρίζεται δόλους, πανούργος, σε Δημ.