Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάνναβις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κάννᾰβις, , γεν. -ιος, αιτ. κάνναβιν ή καννάβιδα· κάνναβη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ο καπνός από την καύση της χρησιμοποιούνταν στα ατμόλουτρα, στον ίδ.