Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάννα"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
κάννα ή κάννη, -ης, , καλάμι, Λατ. canna· σε πληθ., καλαμένιο πλέγμα, φράκτης, σε Αριστοφ.
καννάβῐνος, , -ον, καννάβινος, κατασκευασμένος από κάνναβη, παρόμοιος με κάνναβη, σε Ανθ.
κάννᾰβις, , γεν. -ιος, αιτ. κάνναβιν ή καννάβιδα· κάνναβη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ο καπνός από την καύση της χρησιμοποιούνταν στα ατμόλουτρα, στον ίδ.
κάνναβος, , = κάναβος.