Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάνεον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κάνεον[ᾰ], τό, Επικ. επίσης κάνειον, Αττ. κανοῦν (κάννα)· καλαμένιο καλάθι ή πανέρι, κάνιστρο για ψωμί, Λατ. canistrum, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης μεταλλικό, σε Όμηρ.· χρησιμοποιούνταν για το κριθάρι των σφαγίων στις θυσίες, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ, σε Ομήρ. Οδ.