Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάμπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κάμπτω, (εκτετ. τύπος από την √ΚΑΜΠ, βλ. καμπήμέλ. κάμψω, Επικ. απαρ. -έμεν· αόρ. αʹ ἔκαμψαΠαθ., αόρ. αʹ ἐκάμφθην· λυγίζω, κυρτώνω, ὄφρα ἴτυν κάμψῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· γόνυ κ., κλίνω, λυγίζω τα γόνατα έτσι ώστε να καθίσω και να ξεκουρσθώ, στο ίδ.· οὐ κάμπτων γόνυ, δηλ. αυτός που δεν ξεκουράζεται, δεν αναπαύεται ποτέ, σε Αισχύλ.· ομοίως και, κ. κῶλα, σε Σοφ.· έπειτα, το κάμπτειν μόνο του, κάθομαι, αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, στον ίδ.· επίσης, γόνυ κ., κλίνω τα γόνατα ώστε να προσευχηθώ (στάση προσευχής), σε Κ.Δ. II. 1. στρέφω ή οδηγώ άλογο ή άρμα γύρω από την στροφή (καμπή II)· απ' όπου, λέγεται για το άλογο ή για το άρμα, κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλονπάλιν, παρακάμπτω την στροφή (καμπτήρ) και γυρίζω στο δεύτερο μισό του διαύλου, σε Αισχύλ.· κάμπτοντος ἵππου, ενώ το άλογο έστριβε, σε Σοφ.· μεταφ., κ. βίον, κάνω την τελευταία στροφή στο δρόμο της ζωής, στον ίδ.· κ. βίου τέλος, σε Ευρ. 2. ομοίως επίσης, λέγεται για ναυτικούς, παρακάμπτω το ακρωτήρι, ἄκρην κ., σε Ηρόδ.· επίσης, κ. περὶ ἄκραν, σε Αριστοφ.· κ. κόλπον, παρακάμπτω τον κόλπο, σε Ηρόδ. 3. απόλ., πάλιν κ., γυρίζω πίσω, σε Ευρ.· ἐγγὺς τῶν ἐμῶν κάμπτεις φρενῶν, έρχεσαι πιο κοντά στις δικές μου ιδέες, στον ίδ. III. μεταφ., όπως το Λατ. flectere, κάμπτειν τινά, καταβάλλω ή ταπεινώνω κάποιον, σε Πίνδ.Παθ., κάμπτομαι, ταπεινώνομαι, σε Αισχύλ., Θουκ.· κάμπτομαι, υποκύπτω, σε Πλάτ.