Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάμνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κάμνω, (εκτετ. τύπος από την √ΚΑΜκᾰμοῦμαι· αόρ. βʹ ἔκᾰμον, απαρ. καμεῖν, Επικ. υποτ. με αναδιπλ. κεκάμω, γʹ ενικ. κεκάμῃσι, γʹ πληθ. κεκάμωσι· παρακ. κέκμηκα· γʹ πληθ. υπερσ. ἐκεκμήκεσαν· Επικ. μτχ. κεκμηώς, κεκμηῶτι, κεκμηῶτα, αιτ. πληθ. κεκμηόταςΜέσ., Επικ. αόρ. βʹ καμόμην· I. μτβ., κοπιάζω, λέγεται για την δουλειά ενός σιδηρουργού, σκῆπτρον, τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε, το οποίο εκείνος κατασκεύασε, σε Ομήρ. Ιλ.· κ.νῆας, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. Μέσ., κερδίζω, αποκτώ με κόπο, τὰς (γυναῖκας) αὐτοὶ καμόμεσθα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. εργάζομαι ή οργώνω, καλλιεργώ με μόχθο, κόπο, σε Ομήρ. Οδ. III. 1. αμτβ., εργάζομαι, κοπιάζω, σε Θουκ.· έπειτα, κουράζομαι, ἀνδρὶ δὲ κεκμηῶτι μένος οἶνος ἀέξει, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐδέ τι γυῖα κάμνει, ούτε αισθάνεται κόπωση στα μέλη του, στο ίδ.· περὶ δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται, θα κουραζόταν το χέρι του από το πιάσιμο, από το σφίξιμο του δόρατος, στο ίδ.· με μτχ., κάμει πολεμίζων, ἐλαύνων, είναι κουρασμένος από την μάχη, από την κωπηλασία, στο ίδ.· οὐκ ἔκαμον τανύων, δεν συνάντησα, αντιμετώπισα καμία δυσκολία στο χόρδισμα του τόξου, δηλ. το έκανα χωρίς πρόβλημα, σε Ομήρ. Οδ.· οὔτοι καμοῦμαι λέγουσα, ποτέ δεν θα κουρασθώ να λέω, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. είμαι ασθενής ή άρρωστος, υποφέρω από ασθένεια, οἱ κάμνοντες, οι άρρωστοι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, κάμνειν νόσον, σε Ευρ.· κ. τοὺς ὀφθαλμούς, σε Ηρόδ. 3. γενικά, υποφέρω, πάσχω ή θλίβομαι, στενοχωριέμαι, βασανίζομαι, στρατοῦ καμόντος, σε Αισχύλ.· οὐ καμεῖ, δεν θα έχεις να παραπονεθείς εναντίον μου, σε Σοφ.· οὐκ ἴσον καμὼν ἐμοὶ λύπης, μην έχοντας ίσο μερίδιο λύπης μαζί μου, στον ίδ. 4. οἱ καμόντες (μτχ. αορ.), αυτοί που ολοκλήρωσαν την δική τους δουλειά, Λατ. defuncti, δηλ. οι νεκροί, σε Όμηρ.· ομοίως και κεκμηκότες, σε Ευρ., Θουκ.