Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάματος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κάμᾰτος, (κάμνω), I. 1. μόχθος, κόπος, εξαντλητική εργασία, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ. 2. συνέπειες μόχθου, εξάντληση, κούραση, κόπωση, σε Όμηρ.· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος, (ομοίως και στον Οράτ., ludo fatigatum que somno), σε Ομήρ. Οδ. II. 1. εκείνο που κερδίζεται με μόχθο, ἡμέτερος κάματος, αυτά που αποκτήθηκαν με τους δικούς μας κόπους, στο ίδ.· ἀλλότριος κάματος, κέρδη από το μόχθο άλλων, σε Ησίοδ. 2. το αποτέλεσμα του κόπου, έργο, εργασία, δουλειά, πράγμα κατασκευασμένο μέσω τόρνου, σε Ανθ.