Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάλως"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
καλῶς, επίρρ. από το καλός· βλ. καλός Γ.
κάλως[ᾰ], , γεν. κάλω, αιτ. κάλων· Επικ. και Ιων. κάλος, -ου, , I. καραβόσχοινο, σε Ομήρ. Οδ., όπου οι κάλοι διακρίνονται από πόδες (πόδια ιστίου, σκίτες), και ὑπέραι (μπράτσα)· κάλως ἐξιέναι, λύνω τα σχοινιά, δηλ. ανοίγω τα πανιά, σε Ευρ.· μεταφ., ἐχθροὶ γὰρ ἐξίασι πάντα δὴ κάλων, αφήνουν κάθε σχοινί, δηλ. καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, στον ίδ.· φόνιον ἐξίει κάλων, σε Αριστοφ. II. 1. γενικά, σχοινί, τριχιά, κάλων κατιέναι, κατεβάζω σχοινί για εξερεύνηση, σε Ηρόδ. 2. παλαμάρι, στον ίδ.· πρυμνήτης κ., το παλαμάρι της πρύμνης, σε Ευρ.· ἀπὸ κάλω παραπλεῖν, ρυμουλκούμαι στην ακτή, σε Θουκ.
κᾰλω-στρόφος, , (στρέφω), αυτός που κατασκευάζει σχοινιά, σε Πλούτ.