LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κάλυξ"
- κάλυξ[ᾰ], -ῠκος, ἡ (καλύπτω), περικάλυμμα, χρησιμοποιούμενο μόνο για λουλούδια, άνθη και καρπούς· I. 1. φλοιός ή περικάρπιο φυτών, σε Ηρόδ.· κάλυκος ἐν λοχεύμασι, δηλ. όταν αρχίσει να δένει ο καρπός, σε Αισχύλ. 2. κάλυκας άνθους, μπουμπούκι, μπουμπούκι τριαντάφυλλου, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ. II. σε Ομήρ. Ιλ. Σ. 401, κάλυκες, τα σκουλαρίκια έμοιαζαν, φαίνονταν σαν κάλυκες άνθους.