Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάλλος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κάλλος, -εος, Αττ. -ους, τό (καλός), 1. ομορφιά, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς κάλλος, προσπαθεί να φαίνεται όμορφη, προσπαθεί να επιδεικνύει την ομορφιά της, σε Ευρ.· αλλά, εἰς κ. ζῆν, χάριν ευχαρίστησης, ικανοποίησης, σε Ξεν. 2. λέγεται για πρόσωπα, ομορφιά, στον ίδ., Λουκ. 3. σε πληθ. επίσης, πολυτελή ενδύματα και υφάσματα, σε Αισχύλ., Πλάτ.· κάλλεα κηροῦ, όμορφα έργα από κερί, δηλ. κηρήθρες, σε Ανθ.
καλλοσύνη, , ποιητ. αντί κάλλος, σε Ευρ.