Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάλαμος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κάλᾰμος[κᾰ], , I. καλάμι μεγαλύτερο από τον δόνακα, Λατ. arundo, που χρησιμοποιείται στη στέγαση σπιτιών ή ακόμη και στην ανέγερση, κατασκευή τοίχων, σε Ηρόδ.· χρησιμ. στην κατασκευή στρωμάτων ή πλεγμάτων, στον ίδ., Θουκ. II. οτιδήποτε φτιαγμένο από καλάμι· 1. καλαμένιος αυλός, φλάουτο, σε Πίνδ., Ευρ. 2. ψαροκάλαμο, καλάμι ψαρέματος, σε Θεόκρ. 3. βέλος, σε Οράτ. III. 1. περιληπτικά λέγεται για φυτά, όσα δεν είναι ούτε θάμνοι (ὕλη), ούτε δέντρα (δένδρον), σε Ξεν. 2. καλαμένιο πλέγμα, σε Πλάτ. IV. καλάμη, στέλεχος, κοτσάνι, καυλός του σιταριού (δηλ. το καλάμι), σε Ξεν.
κᾰλᾰμο-στεφής, -ές (στέφω), καλυμμένος από καλάμι, σε Βατραχομ.