LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κάλαθος"
- κάλᾰθος, [κᾰ], ὁ, I. αγγειόσχημο καλάθι, Λατ. calathus, σε Αριστοφ. II. ψυκτικό δοχείο, συσκευή ψύξης, ψύκτης, σε Βιργ.