Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάκωσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κάκωσις, -εως, (κᾰκόω), I. 1. κακοποίηση, τοῦ ἡγεμόνος, σε Ξεν.· ταλαιπωρία, φθορά, βλάβη, τῶν πληρωμάτων, λέγεται για πληρώματα, σε Θουκ. 2. σύμφωνα με τον Αττ. νόμο, κακώσεως δίκη, αγωγή για κακή μεταχείριση ή παραμέληση των γονέων, σε Δημ. κ.λπ. II. βλάβη, φθορά, δυστυχία, σε Θουκ.