Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κάδος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κάδος[ᾰ], (χαδεῖν;I. 1. δοχείο ή αγγείο για νερό ή κρασί, Λατ. cadus, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. μέτρο μέτρησης υγρών = ἀμφορεύς, σε Ανθ. II. κάλπη για την συγκέντρωση ψήφων, ψηφοδόχος όπως το καδίσκος, σε Αριστοφ.
κᾶδος, Δωρ. αντί κῆδος.