LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θῶμιγξ"
- θῶμιγξ, -ιγγος, ὁ, χορδή, σχοινί, κορδόνι, σε Ηρόδ.· χορδή τόξου, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).