Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θῆλυς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
θῆλυς, θήλεια, θῆλυ, σε Όμηρ.· θῆλυς επίσης ως θηλ.· στην Ιων. οι θηλ. τύποι είναι θήλεα, θήλεαν, θηλέης, θηλέῃ, πληθ. θήλεαι, θήλεας, θηλέων· (*θάω, θηλάζω)· I. 1. αυτός που ανήκει στο γυναικείο φύλο, θηλυκός, θήλεια θεός, θεότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· θήλειαι ἵπποι, φοράδες, σε Οδ.·σύες θήλειαι, γουρούνες, στο ίδ.· ὄϊς θῆλυς, προβατίνα, σε Ιλ.· ἄπαις θήλειος γόνου, στερούμενος θηλυκού απογόνου, σε Ηρόδ.· ἡ θήλεα, σε Αττ. -εια, η γυναίκα, στον ίδ., Αισχύλ.· χρῆμα θηλειῶν, το γένος των θηλυκών, σε Ευρ.· τὸ θῆλυ γένος ή τὸ θῆλυ, το γυναικείο φύλο, θηλυπρεπής, στον ίδ. 2. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τις γυναίκες, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· θῆλυς φόνος, φόνος από γυναίκες, σε Ευρ. 3. στη γραμματική, θηλυκό γένος· II. δόκιμη χρήση για πρόσωπα και πράγματα 1. φρέσκος, αναζωογονητικός, λέγεται για τη δροσιά, σε Ησίοδ. 2. τρυφερός, λεπτεπίλεπτος, ευγενικός, κομψός, θηλύτεραι γυναῖκες, θηλύτεραι θεαί (όπου ο συγκρ. χρησιμ. περίπου όπως ο θετικός), σε Όμηρ.· θῆλυς ἀπὸ χροιᾶς, με λεπτή επιδερμίδα, σε Θεόκρ.· λέγεται για το χαρακτήρα, μαλακός, τρυφερός, ήπιος, ασθενής, αδύνατος· γυνὴ θῆλυς οὖσα, σε Σοφ.
θηλύ-σπορος, -ον (σπείρω), αυτός που ανήκει στο θηλυκό γένος, σε Αισχύλ.