Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θᾶκος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θᾶκος, Ιων. και Επικ. θῶκος· Επικ. επίσης θόωκος, (θάσσω), I. 1. κάθισμα, καρέκλα, σε Όμηρ.· θῶκοιἀμπαυστήριοι, καθίσματα για ανάπαυση, σε Ηρόδ.· θᾶκος κραιπνόσυτος, λέγεται για το φτερωτό αρμά, σε Αισχύλ., κ.λπ. 2. έδρα αξιώματος, σε Αριστοφ. 3. απόπατος, αποχωρητήριο, σε Θεόφρ. II. στον Όμηρ., συνέδριο, συνέλευση, συγκέντρωση, συμβούλιο, σε Ομήρ. Οδ.· θῶκόνδε, στο συνέδριο, στο ίδ.· ἐν θώκῳ κατήμενος, παρακάθομαι σε συνέδριο, σε Ηρόδ.